- πνιγμώδης
- -ῶδες, ΜΑ [πνιγμός]αυτός που προκαλεί πνιγμό, ο πνιγηρός («πνιγμώδης βήξ», Ιπποκρ.)επίρρ...πνιγμωδῶς Μαποπνικτικά, ασφυκτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνιγμώδης — choking masc/fem acc pl (attic epic doric) πνιγμώδης choking masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πνιγμώδης choking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμῶδες — πνιγμώδης choking masc/fem voc sg πνιγμώδης choking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμωδῶς — πνιγμώδης choking adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμώδους — πνιγμώδης choking masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)